αλτανιάζω

αλτανιάζω
[αλτάνα]
αλτανεύω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλτάνα — και αλιτάνα και αρτάνα, η 1. μικρό, στενό χώρισμα παράλληλο προς τον τοίχο αυλής, όπου φυτεύονται λουλούδια, πρασιά 2. μικρός εξώστης, μπαλκόνι με άνθη 3. γλάστρα με λουλούδια 4. στον πληθ. οι αλτάνες είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”